- βερολινέζικος
- η , ο берлинский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βερολινέζικος — η, ο αυτός που έχει σχέση με το Βερολίνο ή αναφέρεται σ’ αυτό: Η βερολινέζικη νυχτερινή ζωή είναι ξακουστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)